- τρίπαις
- -αιδος, ὁ, ἡ, Ααυτός που έχει τρία παιδιά («τἆλλα πράττειν ἄνευ προστάτου διαγούσας, ὥσπερ αἱ τρίπαιδες», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + παῖς, παιδός (πρβλ. δί-παις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριπαίδων — τρίπαις having three children gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρίπαιδες — τρίπαις having three children masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek
τριπαιδία — ἡ, Α [τρίπαις, παιδος] το να έχει κανείς τρία παιδιά … Dictionary of Greek